- δουλικός
- (I)-ή, -ό (AM δουλικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος»)3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός(«δουλική συμπεριφορά»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το δουλικό- υπηρέτρια, δούλα2. στον πληθ. τα δουλικάτο υπηρετικό προσωπικό, άντρες και γυναίκεςμσν.υποταγμένος, αφοσιωμένοςII. επίρρ. δουλικά και δουλικώς (AM δουλικῶς)όπως ταιριάζει σε δούλομσν.ευλαβικά, με σεβασμό.
Dictionary of Greek. 2013.